εκατόλιτρο

εκατόλιτρο
το
1. μέτρο όγκου που περιέχει εκατό λίτρα
2. όγκος εκατό λίτρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκατόλιτρο — το (φυσ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • υφεκατόλιτρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόλιτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφεκατόλιτρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”